- ψυχοφθόρος
- ψυχοφθόροςdestructive of lifemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυχοφθόρος — α, ο / ψυχοφθόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που φθείρει, που καταστρέφει την ψυχή αρχ. αυτός που καταστρέφει την υγεία κάποιου, θανατηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο φθόρος] … Dictionary of Greek
ψυχοφθόρος — α, ο αυτός που καταστρέφει την ψυχή κάποιου: Μη διαβάζετε ψυχοφθόρα αναγνώσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχοφθόρον — ψυχοφθόρος destructive of life masc/fem acc sg ψυχοφθόρος destructive of life neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοφθόρα — ψυχοφθόρος destructive of life neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοφθόροι — ψυχοφθόρος destructive of life masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοφθόροις — ψυχοφθόρος destructive of life masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοφθόρου — ψυχοφθόρος destructive of life masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοφθόρους — ψυχοφθόρος destructive of life masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοφθόρων — ψυχοφθόρος destructive of life masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοφθόρῳ — ψυχοφθόρος destructive of life masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)